Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Τα φύλα στη λογοτεχνία - Νεοελληνική Λογοτεχνία Α' Λυκείου - Διαγωνίσματα


1ο Διαγώνισμα

Ι. Κείμενο

Ιουστίνη Φραγκούλη, Για την αγάπη των άλλων
(Μυθιστόρημα - απόσπασμα)

Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μικρό νησί των Δωδεκανήσων λίγο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (γύρω στο 1950). Ο Μανώλης είναι αδερφός της Μαργαρίτας και του Αθανάση. Ο πατέρας τους λείπει πολλά χρόνια στην Αμερική και ο Μανώλης έχει αναλάβει το ρόλο «του γεωργού και του στύλου της οικογένειας, βοηθώντας καθημερινά τη μάνα του (τη Τζαννή) στα χτήματα».

Ο εύφορος κήπος της Τζαννής συνόρευε μ’ εκείνον της οικογένειας των Λογοθεταίων, που είχαν μια κόρη τη Φιλιώ και δυο γιους, το Λευτέρη και το Θοδωρή. Ο Μανώλης είχε γίνει φίλος με το Λευτέρη (Λογοθέτη), αλλά γλυκοκοίταζε και τη μικρότερη της οικογένειας, τη Φιλιώ.
Εκείνη είχε τελειώσει το δημοτικό και καθότανε στο σπίτι κεντώντας και πλέκοντας τα προικιά της. Τα Σάββατα ερχότανε μέχρι τον κήπο να βοηθήσει στη συγκομιδή. Ο Μανώλης έκανε πως χρειαζόταν πότε τσάπα πότε τσουγκράνα για να βρίσκεται διαρκώς σε κουβέντες μαζί της. Το κορίτσι χαμήλωνε το βλέμμα του από συστολή, αλλά με την άκρη τής ματιάς της όλο και ζαχάρωνε το νεαρό συνορίτη.
            Ο Μανώλης παρακολουθούσε τις κινήσεις της ολάκερη την άνοιξη. Ήξερε ότι τις καθημερινές ξέμενε μόνη της στο σπίτι, καθώς οι γονείς και τ’ αδέρφια της έλειπαν στους κήπους και τα χτήματα. Γνώριζε επίσης πως δεν ήταν μαθημένη να καλεί φιλενάδες και να ’χει συντροφιές. Ήταν σεμνή και μοναχική ταυτόχρονα.
            Μια καλοκαιρινή Τετάρτη πρωί τον ξύπνησε η Τζαννή για να πάνε μαζί, όπως κάθε μέρα, στους κήπους. Ο Μανώλης προσποιήθηκε πως έχει πονόκοιλο και δήλωσε πως σκόπευε να μείνει σπίτι να ξεκουραστεί. (…)

Ο Μανώλης έμεινε τελικά στο σπίτι και άρχισε να βάζει σε εφαρμογή το σχεδιό του

Πλύθηκε το λοιπόν στο νεροχύτη (ο Μανώλης), χτενίστηκε, έβαλε και μπριγιαντίνη στα μαλλιά για να κολλάνε και να γυαλίζουν, φόρεσε τα ρούχα της Κυριακής και πήρε το δρόμο για την απάνω γειτονιά όπου βρίσκονταν το σπιτικό των Λογοθεταίων. Στο δρόμο σφύριζε με αισιόδοξη διάθεση. Η Χώρα ήταν αδειανή, οι άνθρωποι βρίσκονταν στις δουλειές τους και τα παιδιά στο σχολείο.
Φτάνοντας στο σπίτι της Φιλιώς, δίστασε για μια στιγμή. Κι αν δεν ήταν εκεί; Κι αν δε του άνοιγε; Κι αν ένιωθε πως την πρόσβαλλε με τη συμπεριφορά του; Του ’ρθε να γυρίσει πίσω άπραχτος. Αλλά ο πόθος ήταν δυνατότερος απ’ τους ενδοιασμούς που επεξεργαζόταν ο νους του.
Χτύπησε το ρόπτρο της αυλόπορτας.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε από μέσα η κελαρυστή φωνή της Φιλιώς.
«Είμαι ο Μανώλης της Τζαννής», απάντησε με σθεναρή φωνή ο νεαρός.
«Και ποιος αέρας σε φέρνει στη Χώρα;» Οι δικοί μου δε βρίσκονται εδώ, είναι στους κήπους. Μήπως συνέβη κάτι κακό;» Ταράχτηκε εκείνη.
«Όχι, μην ανησυχείς, ήρθα να σου μιλήσω για μας», τόλμησε να ξεστομίσει μ’ ένα τόνο διακριτικότητας στη φωνή.
Η Φιλιώ έτρεξε στον καθρέφτη και περιποιήθηκε τα μαλλιά της. Έβαλε κοκκινάδι στα χείλη. Ήθελε να φαίνεται όμορφη. Έσιαξε τις καστανές κοτσίδες της να πέφτουν στους ώμους και πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα. Η καρδούλα της έτρεμε από ερωτική ταραχή, καθώς μάντευε το σκοπό της επίσκεψης του Μανώλη. Ήταν αμήχανη και αναστατωμένη.
«Καλώς τονε», του είπε θαυμάζοντας τα μαύρα ματοτσίνορα και τα πυκνά γυαλιστερά  μαλλιά του. Η μυρωδιά της κολόνιας του την αναστάτωσε. «Πέρασε στην αυλή, Μανώλη, κόπιασε, κόπιασε. Ποιος καλός άνεμος, λοιπόν σε φέρνει στο σπιτικό μας;» ρώτησε συγκρατημένα η Φιλιώ.
Ο Μανώλης, κυρίαρχος επιτέλους του εαυτού του, πέρασε στην αυλή και έκατσε στον ίσκιο. Εκείνη, κουνιστή και λυγιστή, πήγε μέσα στην κουζίνα να του φτιάξει καφέ απ’ τα χεράκια της. Τον έφερε σε μπακιρένιο δίσκο, μέσα σε άσπρο φλιτζάνι με μπόλικο καϊμάκι. Του πρόσφερε και δροσερό νερό από το κιούπι.
«Φιλιώ, είναι καιρός που θέλω να σου εξομολογηθώ, αλλά δεν έβρισκα την ευκαιρία να σε δω μοναχή σου. Έτσι πήρα το θάρρος να ’ρθω σήμερα στο σπίτι σου, ξέροντας πως δε θα ’ταν κανένας. Συγγνώμη για την αποκοτιά μου, μα σ΄ αγαπάω από χρόνια κι ήθελα να το μάθεις, πριν προλάβει να ζητήσει το χέρι σου κάποιος άλλος.
Η Φιλιώ κοκκίνισε από ντροπή που άκουγε τα λόγια της αγάπης του να διώχνουν μακριά την ησυχία του πρωινού. Έπεφταν σα δροσερές σταγόνες σε ξεραμένη γη. Δεν ήξερε πώς να του απαντήσει. Τη γοήτευε το υγρό, έξυπνο βλέμμα του και η προκοπή του στις δουλειές της αγροτιάς. Ένιωσε να τρέμει σαν το ψάρι. Έδειχνε αδέξια.
Ο Μανώλης σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος της. Την έσφιξε στην αγκαλιά του κι ακούμπησε το πρόσωπο του στο δικό της. Η Φιλιώ τραβήχτηκε ντροπαλά. Ο Μανώλης την τράβηξε πάλι κοντά του κι ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της.
Κι εκείνη αφέθηκε στο υγρό φιλί του, ανίκανη ν’ αντισταθεί. Το κορμί της έλιωνε από ανεξήγητη γλύκα. Στο αίμα της έτρεχε μέλι, θαρρείς, κι όχι αίμα. Δεν ήξερε τι της συνέβαινε. Το μόνο που καταλάβαινε ήταν το παθιασμένο αγκάλιασμα του Μανώλη.
«Να πας, Μανώλη μου, στο καλό, πριν καταφτάσουν οι δικοί μου και γίνουνε κουβέντες», ψέλλισε, τελικά, με την απαλή φωνούλα της. Κι ύστερα πήγε μέσα βιαστικά να ξανασιαχτεί. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και είδε το πρόσωπό της να φεγγοβολάει από ευτυχία.
Ο Μανώλης έγινε καπνός, πηδώντας και σιγοσφυρίζοντας στα ρυμίδια (στενά δρομάκια) της Χώρας (πόλης). Έλαμπε από ικανοποίηση, που είχε πάρει επιτέλους το θάρρος να εξομολογηθεί τον ερωτά του στη Φιλιώ. Και που φαινόταν πως κι αυτή δεν ήταν αδιάφορη προς τα αισθήματα του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι αφηγήθηκε τα καθέκαστα στην αδερφή του τη Μαργαρίτα, που καλοδέχτηκε το ερωτικό σκίρτημα του μικρού της αδελφού με χαμόγελο:
«Πότε μεγάλωσες κι εσύ, ρε Μανωλάκη, και μπλέχτηκες σε έρωτες!» τον ειρωνεύτηκε χαϊδεύοντας το λαδωμένο του γυαλιστερό μαλλί.
«Θα την παντρευτώ τη Φιλιώ, σ’ το λέω αδελφή. Θα την κάμω γυναίκα μου μόλις στεφανωθείς εσύ», της τόνισε με σημασία.
«Γιορτή-κοντογιορτή δηλαδή», του απάντησε εκείνη, που βρισκόταν ακόμη σε αναμονή του Γεράσιμου. Κανένα σημάδι δεν σκίαζε την αισιοδοξία της…
Έτσι άρχισε η σχέση του Μανώλη με τη Φιλιώ. Συναντιόταν στις ραχούλες κι έκαναν όνειρα για την κοινή ζωή τους. Η Φιλιώ ήταν μοναχοκόρη και οι γονείς της θα της έδιναν το πατρικό σπίτι να κατοικήσουν.
«Θα φτιάξω με τα χέρια μου σπίτι για μας, Φιλιώ μου», της δήλωσε αναπάντεχα εκείνος. «Δόξα τω Θεώ, ο πατέρας μου έχει στείλει πολλά λεφτά όλ’ αυτά τα χρόνια και τα φυλάει η μάνα μου σε χρυσές λίρες. Θα στήσουμε ωραίο σπιτικό να σ’ έχω βασίλισσα, καρδιά μου».
Του Μανώλη δεν του άρεσε να βλέπει κρυφά και παράνομα τη Φιλιώ του, προπάντων διότι διατηρούσε φιλία με τον αδερφό της το Λευτέρη. Ένιωθε σα ν’ ατίμωνε την οικογένειά της, για την οποία έτρεφε βαθύ σεβασμό. Οπότε, πήρε μια μέρα τη Τζαννή, που ’χε φτιάξει καλούδια, γλυκά και κουλούρια, και πήγανε στης Φιλιώς να λογοδοθούνε για να μην τους συζητάει όλο το νησί.
Οι Λογοθεταίοι χαρήκανε πολύ που θα ’καναν γαμπρό τους το Μανώλη, γείτονα στους κήπους αλλά και γιο της Τζαννής με τα δολλάρια. Δεν έκρυβαν τη χαρά τους που γρήγορα θα ξέβγαζαν το μοναδικό τους θηλυκό, και μάλιστα χωρίς προίκα – ο γαμπρός δε ζητούσε τίποτε.


ΙΙ. Ασκήσεις
Άσκηση 1
Οι κεντρικοί λογοτεχνικοί χαρακτήρες του κειμένου είναι ο Μανώλης και η Φιλιώ. Να χαρακτηρίσετε τον έναν απ’ αυτούς σε σχέση με τον κοινωνικό του ρόλο ως άνδρα ή γυναίκας, τα στερεότυπα που τον περιβάλλουν, τις σχέσεις των φύλων. Να αιτιολογήσετε τα παραπάνω, κάνοντας τις αντίστοιχες παραπομπές στο κείμενο.
Μονάδες 30

Άσκηση 2 
«Του Μανώλη δεν του άρεσε να βλέπει κρυφά και παράνομα τη Φιλιώ του, προπάντων διότι διατηρούσε φιλία με τον αδερφό της το Λευτέρη. Ένιωθε σα ν’ ατίμωνε την οικογένειά της, για την οποία έτρεφε βαθύ σεβασμό. Οπότε, πήρε μια μέρα τη Τζαννή, που ’ χε φτιάξει καλούδια γλυκά και κουλούρια, και πήγανε στης Φιλιώς να λογοδοθούνε για να μην τους συζητάει όλο το νησί.»
Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε από το παραπάνω απόσπασμα σχετικά
α) με τη διαδικασία επισημοποίησης της σχέσης δύο νέων ανθρώπων με προοπτική το γάμο και
β)  με τον κοινωνικό περίγυρο της ιστορίας μας;
(Μπορείτε στην απάντησή σας να αξιοποιήσετε και άλλα στοιχεία του κειμένου και μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για μια μικρή κλειστή νησιωτική κοινωνία του 1950).
Μονάδες (10 +10) 20

Άσκηση 3
Να αφηγηθείτε το παρακάτω απόσπασμα από την οπτική γωνία της Φιλιώς. Αφηγήτρια γίνεται η Φιλιώ.

Η Φιλιώ έτρεξε στον καθρέφτη και περιποιήθηκε τα μαλλιά της. Έβαλε κοκκινάδι στα χείλη. Ήθελε να φαίνεται όμορφη. Έσιαξε τις καστανές κοτσίδες της να πέφτουν στους ώμους και πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα. Η καρδούλα της έτρεμε από ερωτική ταραχή, καθώς μάντευε το σκοπό της επίσκεψης του Μανώλη. Ήταν αμήχανη και αναστατωμένη.
«Καλώς τονε», του είπε θαυμάζοντας τα μαύρα ματοτσίνορα και τα πυκνά γυαλιστερά  μαλλιά του. Η μυρωδιά της κολόνιας του την αναστάτωσε. «Πέρασε στην αυλή, Μανώλη, κόπιασε, κόπιασε. Ποιος καλός άνεμος, λοιπόν σε φέρνει στο σπιτικό μας;» ρώτησε συγκρατημένα η Φιλιώ.
Ο Μανώλης, κυρίαρχος επιτέλους του εαυτού του, πέρασε στην αυλή και έκατσε στον ίσκιο. Εκείνη, κουνιστή και λυγιστή, πήγε μέσα στην κουζίνα να του φτιάξει καφέ απ’ τα χεράκια της. Τον έφερε σε μπακιρένιο δίσκο, μέσα σε άσπρο φλιτζάνι με μπόλικο καϊμάκι. Του πρόσφερε και δροσερό νερό από το κιούπι.
«Φιλιώ, είναι καιρός που θέλω να σου εξομολογηθώ, αλλά δεν έβρισκα την ευκαιρία να σε δω μοναχή σου. Έτσι πήρα το θάρρος να ’ρθω σήμερα στο σπίτι σου, ξέροντας πως δε θα ’ταν κανένας. Συγγνώμη για την αποκοτιά μου, μα σ΄ αγαπάω από χρόνια κι ήθελα να το μάθεις πριν προλάβει να ζητήσει το χέρι σου κάποιος άλλος.
Η Φιλιώ κοκκίνισε από ντροπή που άκουγε τα λόγια της αγάπης τους να διώχνουν μακριά την ησυχία του πρωινού. Έπεφταν σα δροσερές σταγόνες σε ξεραμένη γη. Δεν ήξερε πώς να του απαντήσει. Τη γοήτευε το υγρό, έξυπνο βλέμμα του και η προκοπή του στις δουλειές της αγροτιάς. Ένιωσε να τρέμει σαν το ψάρι. Έδειχνε αδέξια.»
Μονάδες 25
Άσκηση 4
Ο Μανώλης μετά την επισημοποίηση της σχέσης του με τη Φιλιώ γράφει  επιστολή στον πατέρα του που λείπει χρόνια στην Αμερική (τουλάχιστον 120 λέξεις).
Μονάδες 25







2ο Διαγώνισμα  

Ι. Κείμενο

Victoria Hislop, Το νησί 

Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου, έξι μήνες μετά την έναρξη των εβδομαδιαίων νυχτερινών εξόδων, ο Μανόλης πήγε να βρει το Γιώργο στο καφενείο. Ο γέρος καθόταν μόνος του και διάβαζε την τοπική εφημερίδα. Σήκωσε το βλέμμα του καθώς τον  πλησίαζε ο Μανόλης, με ένα σύννεφο καπνού να στροβιλίζεται πάνω από το κεφάλι του.
«Γιώργη, μπορώ να καθήσω;» τον ρώτησε ο Μανόλης ευγενικά.
          «Ναι», απάντησε ο Γιώργης ευγενικά, επιστρέφοντας στην εφημερίδα του. «Δεν είναι δικό μου το μαγαζί, σωστά:»
          «Θέλω να σου ζητήσω κάτι. Θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Θέλω να παντρευτώ την κόρη σου. Δέχεσαι;»
          Ο Γιώργης δίπλωσε την εφημερίδα προσεκτικά και την άφησε στο τραπέζι. Ο Μανόλης νόμισε ότι πέρασε μια αιωνιότητα πριν του μιλήσει.
          «Αν δέχομαι; Φυσικά και δέχομαι. Γυροφέρνεις το ωραιότερο κορίτσι του χωριού εδώ και πάνω από έξι μήνες – κι έλεγα ότι δε θα τη ζητούσε ποτέ. Καιρός ήταν!»
          Η καυχησιάρικη απάντηση του Γιώργη έκρυβε την απεριόριστη χαρά του. Όχι μόνο η μία αλλά και οι δύο κόρες του θα ήταν τώρα μέλη της πιο δυνατής οικογένειας στην περιοχή. Δεν υπήρχε ξιπασιά στην καρδιά του, παρά μόνο απόλυτη ανακούφιση και ευχαρίστηση που εξασφαλιζόταν πλέον το μέλλον και των δύο. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίζει ένας πατέρας για τα παιδιά του, ειδικά ένας πατέρας που ήταν ένας απλός ψαράς. Πίσω από το κεφάλι του Μανόλη, μέσα από το μισόκλειστο παράθυρο του καφενείου, έβλεπε τα φώτα της Σπιναλόγκας να σπινθηροβολούν. Μακάρι η Ελένη να μπορούσε να μοιραστεί αυτή τη στιγμή.
          Άπλωσε το χέρι του για να σφίξει το χέρι του Μανόλη, και προς στιγμήν έχασε τα λόγια του. Η έκφρασή του έλεγε αρκετά.
          «Σ’ ευχαριστώ. Θα την προσέχω, αλλά μεταξύ μας, θα σε προσέχουμε κι εσένα», είπε ο Μανόλη, ξέροντας καλά τη μοναξιά στην οποία θα έριχνε τον πατέρα της ο γάμος της Μαρίας.
          «Ε! Χρειαζόμαστε την καλύτερη τσικουδιά σου!» φώναξε στο Λιδάκη. «Έχουμε γιορτή εδώ. Είναι θαύμα. Δεν είμαι πια ορφανός!»
          «Τι λες;» είπε ο Λιδάκης, φέροντας νωχελικά ένα μπουκάλι και δυο ποτήρια, συνηθισμένος πλέον στα  λογοπαίγνια του Μανόλη.
          «Ο Γιώργης δέχτηκε να γίνει πεθερός μου. Θα παντρευτώ τη Μαρία!»
          Υπήρχαν μερικοί ακόμη στο καφενείο εκείνο το βράδυ, και πριν το μάθει το ίδιο το κορίτσι, οι άντρες του χωριού έπιναν στο μέλλον του με τον Μανόλη.
          Αργότερα εκείνη τη νύχτα, όταν ο Γιώργης επέστρεψε στο σπίτι, η Μαρία ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο. Καθώς ο πατέρας της περνούσε την πόρτα, κλείνοντάς τη γοργά για να κρατήσει τον άνεμο του Φεβρουαρίου έξω και τη ζεστασιά της φωτιάς μέσα στο σπίτι, παρατήρησε μια ασυνήθιστη έκφραση στο πρόσωπό του. Ήταν πλημμυρισμένο από ενθουσιασμό και χαρά.
          «Μαρία», είπε, απλώνοντας τα χέρια του για να της πιάσει τα μπράτσα, ο Μανόλης ζήτησε να σε παντρευτεί».
          Για μια στιγμή, έσκυψε το κεφάλι της, με την ευτυχία και την οδύνη ανακατεμένες σε ίση ποσότητα. Ο λαιμός της συσπάστηκε.
          «Τι απάντησες του έδωσες;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
          «Αυτή που θα ήθελες να του δώσω. Ναι, φυσικά!»
          Σε ολόκληρη τη ζωή της η Μαρία δεν είχε νιώσει αυτό το ανοίκειο μείγμα συναισθημάτων. Η καρδιά της ήταν ένα τσουκάλι με υλικά που αρνούνταν να αναμειχθούν. Το στήθος της σφίχτηκε από την αγωνία. Τι ήταν αυτό; Ποια ευτυχία μπορεί να μοιάζει τόσο με τη ναυτία; Όπως ακριβώς δεν μπορούσε να φανταστεί τον πόνο του άλλου, η Μαρία δεν ήξερε πώς είναι η αγάπη για κάποιον άλλο. Ήταν αρκετά σίγουρη ότι αγαπούσε Μανόλη. Με τη χάρη και το πνεύμα του, δεν ήταν κάτι δύσκολο. Αλλά ολόκληρη ζωή μαζί του; Ένα λεφούσι από έγνοιες άρχισε να την τρώει. Τι θα γινόταν ο πατέρας της; Εξέφρασε τις ανησυχίες της αμέσως.
          «Είναι υπέροχο, πατέρα» είπε. «Είναι πραγματικά υπέροχο, αλλά τι θα γίνει με σένα; Δεν μπορώ να σε αφήσω εδώ, μόνο σου».
          «Μην ανησυχείς για μένα. Μπορώ να μείνω εδώ – δεν θέλω να φύγω από την Πλάκα. Έχω ακόμη πάρα πολλά να κάνω εδώ.»
          «Τι εννοείς;» τον ρώτησε, αν και ήξερε ακριβώς τι εννοούσε ο πατέρας της.
          «Τη Σπιναλόγκα. Το νησί με χρειάζεται ακόμη – και όσο μπορώ να πηγαίνω εκεί με τη βάρκα μου, θα το κάνω. Ο γιατρός Λαπάκης βασίζεται πάνω μου, το ίδιο και όλοι οι νησιώτες.»


Victoria Hislop  Το Νησί εκδόσεις διόπτρα Αθήνα 1102010, σσ. 262-265






ΙΙ. Θέματα - Ερωτήσεις



·         Ερώτηση κατηγορίας (1α)
Οι κεντρικοί λογοτεχνικοί χαρακτήρες (ήρωες) του αποσπάσματος είναι ο Μανόλης, ο Γιώργης και η Μαρία.
Κάνοντας συγκεκριμένες αναφορές στο κείμενο να παρουσιάσετε (χαρακτηρίσετε) τους δύο από τους τρεις.
                                                                                                                                        Μονάδες   25
·         Ερώτηση κατηγορίας (1β)

Στο απόσπασμα ένας νέος,  ο Μανόλης, «ζητά το χέρι της Μαρίας» από το Γιώργη, τον πατέρα της. Η ενέργεια αυτή, με τον τρόπο που παρουσιάζεται, σε ποια σημεία συμφωνεί και σε ποια σημεία διαφέρει από τη νοοτροπία μιας μικρής κοινωνίας στην ελληνική επαρχία του 1950;
                               Μονάδες 25

Να συγκρίνετε τη διαδικασία «πρότασης γάμου» με ανάλογες σημερινές. Να εξετάσετε τρεις εναλλακτικές περιπτώσεις (αστική κοινωνία, αγροτική κοινωνία).
                               Μονάδες 25

·         Ερώτηση κατηγορίας (2α)

Να αφηγηθείτε το απόσπασμα
«Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου, έξι μήνες μετά την έναρξη των εβδομαδιαίων νυχτερινών εξόδων, ο Μανόλης πήγε να βρει το Γιώργο στο καφενείο.» ( …  ) «Υπήρχαν μερικοί ακόμη στο καφενείο εκείνο το βράδυ, και πριν το μάθει το ίδιο το κορίτσι, οι άντρες του χωριού έπιναν στο μέλλον του με τον Μανόλη.»
 από την οπτική γωνία του Μανόλη: Αφηγητής γίνεται ο Μανόλης.
Μονάδες 25

·         Ερώτηση κατηγορίας (2β)

Η Μαρία το ίδιο βράδυ που ο πατέρας της της ανακοινώνει ότι αποδέχτηκε την πρόταση που του έκανε ο Μανόλης να την παντρευτεί γράφει στο ημερολόγιό της (τουλάχιστον 250 λέξεις).

    Μονάδες  25


                                                                                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου